σήψη

σήψη
[-ις (-εως)] η
1) гниение; тление; 2) гниль, гнилость; 3) перен. загнивание, разложение; упадок;

ηθική σήψη — моральное разложение;

κοινωνική σήψη — разложение общества


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σήψη" в других словарях:

  • σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… …   Dictionary of Greek

  • σήψη — η 1. αποσύνθεση ζωικών ή φυτικών οργανικών ουσιών, σάπισμα: Το πτώμα βρέθηκε σε κατάσταση προχωρημένης σήψης. 2. ηθική διαφθορά: Τα σημάδια της κοινωνικής σήψης σ αυτήν τη χώρα είναι έκδηλα. 3. «σήψη του γόνου», αρρώστια που προσβάλλει τις νύμφες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σήψῃ — σήπω make rotten fut ind mid 2nd sg σήψηι , σῆψις fermentation fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • ιχώρ — Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών. * * * ὁ (Α ἰχώρ) ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύον αρχ. 1. αιθέριος… …   Dictionary of Greek

  • προδιασήπω — Α προκαλώ σήψη προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασήπω «επιφέρω σήψη, σαπίζω, φθείρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • πυθεδών — ῶνος, ὁ, Α σήψη, σάπισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύθω «επιφέρω σήψη» + επίθημα (ε)δών, κατά το σηπ εδών*] …   Dictionary of Greek

  • σηπεδών — όνος, η, ΝΜΑ (λόγ. λ.) σήψη, σαπρότητα, σαπίλα νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους δίπτερων εντόμων τής οικογένειας σκιομυζίδες αρχ. 1. ονομασία φιδιού το δήγμα τού οποίου προκαλεί σήψη 2. πληθ. «αἱ σηπεδόνες» πυώδεις χυμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σηποποιός — όν, Α αυτός που προκαλεί σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήπη «σήψη, σαπίλα» + ποιός*] …   Dictionary of Greek

  • συνδιασήπω — Α προκαλώ τη σήψη μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διασήπω «επιφέρω σήψη»] …   Dictionary of Greek

  • ψώα — ἡ, Α 1. σήψη 2. δυσωδία που οφείλεται σε σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με φωνηεντισμό ω από το επιφώνημα ψό*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»